ὑπουργική

ὑπουργική
ὑπουργικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπουργικῇ — ὑπουργικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • υπουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπουργό ή υπουργείο: Υπουργική απόφαση. 2. αυτός που αναφέρεται στο σύνολο των υπουργών, ο κυβερνητικός: Υπουργική κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοκλοπία — η το να παρουσιάζει κανείς ξένα βιβλία ή αποσπάσματά τους σαν δικά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 σε υπουργική εγκύκλιο] …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Γκρέι, Έντουαρντ — (Sir Edward Grey, 1863 – 1933).Άγγλος πολιτικός. Ήταν εγγονός του αποικιακού διοικητή σερ Τζορτζ Γκρέι. Διετέλεσε βουλευτής της φιλελεύθερης δεξιάς (1885), υφυπουργός Εξωτερικών (1892 95) και υπουργός στην κυβέρνηση Κάμπελ Μπάνερμαν επί έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικό δίκαιο — Ένας από τους βασικούς κλάδους του δημοσίου δικαίου, που ρυθμίζει στο σύνολό του τις εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της. Ο σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου του δ.δ. γίνεται σε συνδυασμό με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ράζεκ, Άλι Αμπντ-Αλ- — Αιγύπτιος μεταρρυθμιστής. Γεννήθηκε το 1888 σε μικρό χωριό της Άνω Αιγύπτου, στην περιοχή της Μίνιας. Διδάχτηκε τα πρώτα του μαθήματα στο χωριό του και μετά φοίτησε στο ιεροδιδασκαλείο Αλ Άχζαρ του Καΐρου και στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”